Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ΙΕΑ χαρακτηρίζει θετική την πρόοδο της Ελλάδας όσον αφορά τη μείωση της χρήσης άνθρακα και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας. Η μελέτη του ΙΕΑ εξετάζει την περίοδο από το 2017 έως σήμερα και αξιολογεί τη χώρα μας με θετικό πρόσημο.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό της μείγμα, με την ηλιακή και την αιολική ενέργεια να αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 12% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2020. Η χρήση του λιγνίτη περιορίστηκε αρκετά τα τελευταία χρόνια και η μείωση αντισταθμίστηκε κυρίως από την αύξηση της παραγωγής από φυσικό αέριο, μαζί με την αύξηση της παραγωγής από αιολικά και ηλιακά φωτοβολταϊκά (Φ/Β). Όπως αναφέρει ο ΙΕΑ  οι συνολικές εκπομπές της χώρας αλλά και οι εκπομπές ανά παραγόμενη κιλοβατώρα περιορίστηκαν δραστικά όλα αυτά τα χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι εκπομπές έπεσαν από τα 791,6 γρ./ΚWh σε 342,4 γρ./KWh και ήταν η πέμπτη πιο έντονη μείωση που παρατηρεί ο οργανισμός.

 

 

Συστάσεις:

Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης και ο ΙΕΑ παραθέτει αρκετές συστάσεις για την Ελλάδα προκειμένου να συνεχίσει την πρόοδό της προς ένα πιο βιώσιμο και ασφαλές ενεργειακό σύστημα.

Βασική σύσταση προς την Ελλάδα είναι να επιταχύνει τη διαδικασία αδειοδότησης νέων έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ώστε να διευκολυνθεί η ταχύτερη μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Εκτός από τις ΑΠΕ όμως, η έκθεση του ΙΕΑ συνιστά επίσης να πραγματοποιηθούν έργα υποδομής φυσικού αερίου, αλλά μόνο για λόγους ασφάλειας του εφοδιασμού. Η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται από τη χρήση φυσικού αερίου, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει τρωτά σημεία στο ενεργειακό σύστημα. Ως εκ τούτου, ο ΙΕΑ συνιστά στην Ελλάδα να περιορίσει τα έργα φυσικού αερίου στα απολύτως απαραίτητα.

Επιπλέον, ο οργανισμός προτείνει επικέντρωση των προγραμμάτων ανακαίνισης κτιρίων σε ανακαινίσεις που συνδυάζουν θερμομόνωση με αντλίες θερμότητας για να αποφέρουν τα μέγιστα οφέλη για την εξοικονόμηση ενέργειας και τη μείωση των λογαριασμών. Ταυτόχρονα θεωρεί σημαντική την προώθηση της αντικατάστασης παλαιών οχημάτων, ιδίως φορτηγών εμπορευμάτων, με την παροχή κινήτρων, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος διάλυσης για την ανταλλαγή παλαιών οχημάτων με πιο αποδοτικά.